- προίκιον
- προίκιοςmasc/fem acc sgπροίκιοςneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προικίον — τὸ, Μ [προίξ, κός] 1. προικώο κτήμα 2. (για άρρενες) μερίδιο από περιουσία … Dictionary of Greek